Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

Ενα «άει σιχτίρ» ανέβηκε ως κόμπος στον λαιμό μου...

Διάβασα στο enimerosi24.gr ότι ο νέος ιδιοκτήτης του ΔΟΛ εξοργίστηκε όταν έμαθε τι γίνεται στο μαγαζί που μόλις αγόρασε. Αργομισθίες, σπατάλες σε άχρηστα και τσιφουτιές στα απαραίτητα, γενικώς κακοδιαχείριση ανθρώπινων πόρων και χλιδή εν μέσω καταστροφής.
Προφανώς δεν με εξέπληξε η αποκάλυψη όπως -υποθέτω- και κανέναν άλλο που να έχει περάσει μερικά χρόνια σε αυτά που το σινάφι μας αποκαλεί τα «μεγάλα μαγαζιά». Ολα αυτά είναι γνωστά. Υπάρχουν (έστω- υπήρχαν) παντού οι κλίκες και οι φίλοι, κάποιοι που βρίσκονταν εκεί μόνο και μόνο επειδή ήταν χρήσιμοι σε «παράλληλες» δραστηριότητες ή στη διατήρηση των ισορροπιών με το «σύστημα». Κάποιοι αμείβονται πλουσιοπάροχα και αποδίδουν ελάχιστα, ενώ την πραγματική δουλειά τη βγάζουν οι «κατεργάρηδες» (με την καλή έννοια) της δημοσιογραφίας.
Αυτή η υπόθεση, όμως, με έκανε να θυμηθώ μερικές ιστορίες που ίσως φωτίζουν την κακοδαιμονία που δέρνει την Ελλάδα, αρκετά πριν από την ίδρυση του σύγχρονου εθνικού κράτους. Μερικές πραγματικότητες που εξηγούν γιατί είμαστε ακόμη ένας λαός βαθιά διχασμένος, γιατί έχουμε ένα πολίτευμα το οποίο ευνοεί τη διαφθορά και την πολιτική εξαπάτηση, γιατί βρισκόμαστε διαρκώς να κουβαλάμε νερό σε ένα βαρέλι δίχως πάτο.
Ακριβώς όπως βρήκε τον ΔΟΛ ο εφοπλιστής είναι φτιαγμένο και το ελληνικό κράτος. Από την τουρκοκρατία ακόμη, όταν οι κοτζαμπάσηδες αγόραζαν το δικαίωμα συλλογής των φόρων από τον σουλτάνο, κρατάει ο διχασμός. Διότι οι κοτζαμπάσηδες και το «σύστημα» (προύχοντες, μεγαλοκτηματίες, μεγαλοπαπάδες κ.ο.κ.) φυσικά φρόντιζαν οι «δικοί» να πληρώνουν λιγότερους φόρους απ' όσοι τους αναλογούσαν, ενώ οι «άλλοι», οι κατεργάρηδες ξεζουμίζονταν. Οταν μάλιστα δεν μπορούσαν να πληρώσουν αυτό που τους επέβαλλε το «σύστημα», συχνά εξαναγκάζονταν να δανειστούν, με αποτέλεσμα αργά ή γρήγορα να χάσουν τη γη τους ή να αναγκαστούν ακόμη και να δώσουν τα παιδιά τους στον δανειστή, να δουλεύουν εφ' όρου (χρήσιμης) ζωής για να ξεπληρώσουν το χρέος. Αυτή ακριβώς τη «δουλειά» της τοκογλυφίας μετά δουλεμπορίου (μου εξιστορούσε άνθρωπος απόλυτης εμπιστοσύνης) έκανε μάλιστα και ένας από τους «μεγάλους ευεργέτες» της σύγχρονης Ελλάδας, που μεταξύ άλλων αγόρασε ένα εργοστάσιο (απαρχαιωμένων) όπλων στη νότια Γαλλία, τα οποία αντάλλαζε με δούλους από τη δυτική Αφρική, τους οποίους πουλούσε στην αμερικανική αγορά. Με πλοία τα οποία επάνδρωναν και πολλοί από τους ομοεθνείς του «δούλους».
Το ίδιο σύστημα που ήλεγχε την κοινωνικο-οικονομική ζωή επί τουρκοκρατίας ήταν εκείνο που τελικά αποφάσισε πως θα οργανωθεί το «νέο κράτος». Πριν ακόμη από την ίδρυσή του, είχαν αρχίσει να βάζουν το χέρι στο μέλι, με αποτέλεσμα το πρώτο δάνειο που προοριζόταν για τον εξοπλισμό του ελληνικού ναυτικού, ενόψει του αγώνα της ανεξαρτησίας από τους Τούρκους, να φαγωθεί από τους επιτήδειους. Οι «δικοί» απολάμβαναν και οι «άλλοι» πλήρωναν όπως μπορούσαν, με ιδρώτα, αίμα και μια οκά σάρκα.
Αυτό -σε μεγάλο βαθμό- ήταν το σύστημα που κατά περιόδους εξώθησε πολλούς Ελληνες να μεταναστεύσουν, αυτό είναι και το σύστημα που ευνοούσε και ευνοεί τον διχασμό, ανάμεσα στους αποδώ και τους αποκεί, χάρη στο οποίο έχει η Αθήνα και μια από τις κεντρικότερες πλατείες της να αλλάζει κάθε τόσο όνομα αλλά όλοι να την ξέρων ως πλατεία Κλαυθμώνος, επειδή εκεί πήγαιναν να κλάψουν μετά από τις εκλογές οι δημόσιοι υπάλληλοι της πλευράς των χαμένων, εφόσον ήταν βέβαιο ότι θα τους αντικαθιστούσαν οι «δικοί» των νικητών. Ακόμη και όταν η μονιμότητα των δημόσιων υπαλλήλων εντάχθηκε στο Σύνταγμα, βρίσκονταν τρόποι να βολευτούν οι «δικοί» των εκάστοτε νικητών. Είτε με προσλήψεις υπεράριθμων (που δεν είχαν ουσιαστικό αντικείμενο, αλλά «έτρωγαν» τους πόρους που θα έπρεπε να προορίζονταν για δασκάλους, γιατρούς, νοσοκομεία, δρόμους και λιμάνια), είτε με εργολαβίες και ειδικές συμβάσεις, το δημόσιο χρήμα δεν έπαψε ποτέ να είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από το «σύστημα» και τον στενό εναγκαλισμό που ασκεί στο κράτος.
Αν μάλιστα βάλουμε στην εξίσωση και την πρωθυπουργική παντοδυναμία που -με την απειλή της δια βίου πολιτικής εξόντωσης των διαφωνούντων- έδωσε στο «σύστημα» το δικαίωμα να αλλάζει τους νόμους έτσι ώστε να βολεύουν την καταλήστευση του δημόσιου χρήματος, εύκολα εξηγούνται πολλά. Σε τέτοιο κλίμα δεν είναι αν απορεί κανείς ούτε με τους εφοριακούς και τελωνειακούς που εκβιάζουν και δωροδοκούνται, τους γιατρούς που απαιτούν φακελάκι, τους δημάρχους που ξεκοκκαλίζουν το δημόσιο παραδάκι και -εν τέλει- τους φτωχοδιάβολους που προσπαθούν να αμυνθούν με κάθε τρόπο απέναντι σε ένα κράτος ληστρικό, όπου ξέρουν καλά ότι βασιλεύει ο νεποτισμός και η ευνοιοκρατία.
Ετσι εξηγείται και γιατί όποιος κατέλαβε την εξουσία στην Ελλάδα, μεταμορφώθηκε εν μια νυκτί σε υπέρμαχο και προστάτη εκείνου που προηγουμένως κατήγγειλε ότι δεν λειτουργεί. Επειδή είχε γίνει μέρος του «συστήματος» και θα μπορούσε πλέον να πράττει κατά το συμφέρον και το κέφι του.
Για τον μεν ΔΟΛ το πρόβλημα είναι αλλουνού φουρτούνα (αν και το μάρμαρο το πληρώνουν πάλι κυρίως οι φορολογούμενοι), για την Ελλάδα όμως το καρκίνωμα είναι όλων μας. Πέρα από τις όποιες προσωρινές λύσεις, εκείνο που χρειάζεται είναι να μιλήσουμε σοβαρά για το ίδιο το πολίτευμα που έχουμε. Και ας μην περιμένουμε ουσιαστική θεραπεία, όσο η εκτελεστική εξουσία εξακολουθεί να είναι ελεύθερη να αυθαιρετεί απέναντι στους νόμους και το Σύνταγμα, όσο οι νομοθέτες αντί να δημιουργούν το πλαίσιο για την κοινή πρόοδο είναι yes-men and women της κάθε κυβέρνησης, όσο δεν υπάρχει αυστηρός και διαρκής έλεγχος του τι συμβαίνει στο κράτος (π.χ. από μια Γερουσία όπου θα υπηρετούν μονο ανεξάρτητοι αντιπρόσωποι των πολιτών).
Dixi et animam levavi.